Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

ΒΟΗΘΑ ΚΑΛΕ ΜΟΥ ΜΗ ΦΑΓΩΘΟΥΜΕ ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ

Σήμερα το απόγευμα βρέθηκα στο κέντρο της Αθήνας για μία εκδήλωση, ο ήλιος μόλις είχε πέσει και ένα ελάχιστο τελευταίο φως της μέρας διακρίνονταν στο βάθος του δρόμου κατά την δύση. Μια γλυκιά ψύχρα δεν δείχνει ακόμα ότι έχουμε μπει για τα καλά στον χειμώνα. Καθώς διέσχιζα την Πανεπιστημίου χάζευα τις βιτρίνες των μαγαζιών, ενώ ο κόσμος περπατούσε και με προσπέρναγε βιαστικά.

Σήμερα στην Αθήνα τίποτε σχεδόν δεν δείχνει πως έρχονται τα Χριστούγεννα, το κλίμα είναι υποτονικό και στα καταστήματα νιώθεις μια διάθεση προσποιητής ευθυμίας, σε όσα είναι ακόμα ανοικτά.

Όλα αυτά, τα συνηθισμένα πια, με άφηναν αδιάφορο καθώς διασταυρώνουν με βιαστικούς περαστικούς ενώ που και που έβλεπες ζητιάνους στις εσοχές των σκοτεινών κτιρίων, ένα θέαμα που άλλωστε δεν είναι πια και τόσο ξένο στο βλέμμα και όλα θα κύλαγαν με τον συνηθισμένο τρόπο αν κάτι διαφορετικό δεν συνέβαινε τότε.
Ένοιωσα κάτι παράξενο, πρωτόγνωρο, όταν μια στριγκή φωνή που ερχόταν από το μέρος της σκοτεινής γωνιάς στα σκαλάκια μιας τράπεζας τράβηξε την προσοχή μου.
Μπροστά από ένα επιβλητικό νεοκλασικό που έμοιαζε απίστευτα θλιβερό μέσα στην εγκατάλειψη, διέκρινα μια κουλουριασμένη γυναικεία φιγούρα απροσδιόριστης ηλικίας με λερά κουρελιασμένα ρούχα να παρακαλάει με μια σπαρακτική φωνή, σαν να ερχόταν από τον άλλο κόσμο, όχι για ελεημοσύνη, αλλά για φαγητό, μια σπαρακτική φωνή που ζήταγε να της δώσουν όχι λεφτά αλλά νερό ή ένα κρουασάν,
Σκεφτείτε, …ένα κρουασάν!
Στην μνήμη μου ήλθαν διηγήσεις από την κατοχή με τις φωνές των ανθρώπων που φώναζαν πεινάωωω.
Σκεφτείτε ακριβώς εβδομήντα χρόνια μετά, στους ίδιους ακριβώς δρόμους, μπροστά από τα ίδια κτίρια, οι ίδιες φωνές.

Προσπέρασα και συλλογιστικά αν αυτή η έκκληση ήταν αληθινή ή προσποιητή, ένας άνθρωπος να ντύνεται με κουρέλια για να εξαπατήσει ποιους; τους περαστικούς και να τους πάρει τι; πενταροδεκάρες, τι νόημα είχε αυτή η σκέψη όμως; κοντοστάθηκα σε μια στιγμή λίγα μέτρα πιο κάτω, γύρισα προς τα πίσω το βλέμμα μου, την κοίταξα και ένοιωσα απίστευτη ντροπή, έψαξα τις τσέπες μου βρήκα μερικά ψιλά την πλησίασα και της τα έβαλα στο χέρι.
Αν ήμουν χριστιανός και πίστευα στην ελεημοσύνη θα ένοιωθα ίσως καλύτερα, ο καλάγαθος θεός θα φρόντιζε για όλα τα υπόλοιπα, τόσο γι’ αυτήν, όσο και για μένα, τότε όλα θα είχαν τελειώσει όμορφα και αγγελικά.
Τώρα που δεν πιστεύω σ’ όλα αυτά συλλογιστικά τι θα κάνει αυτή η γυναίκα αύριο το πρωί, ποιο πρόβλημα της έλυσα, τι θα γίνει μετά;

Είχε πια πέσει το σκοτάδι για τα καλά και με αυτές τις σκέψεις έφτασα μέχρι το πάρκο στην Πεσματζόγλου δίπλα στο Αρσάκειο για να πάρω την μοτοσικλέτα μου. Κάνοντας να ξεκλειδώσω την μηχανή διαπίστωσα πως μου είχαν κλέψει το κράνος σπάζοντας το λουκέτο που το είχα δεμένο στην σχάρα. Κοίταξα γύρω μου οργισμένος για να δω άραγε τι;
Στο βάθος του πάρκου διέκρινα κάποια κορμιά κουλουριασμένα που κοιμόνταν στα παγκάκια, ενώ ακριβώς απέναντι μια σκυφτή φιγούρα με σηκωμένο το αριστερό μανίκι χτύπαγε ένεση, έτσι φόρα παρτίδα, πιο πέρα ένας ρακοσυλλέκτης σκάλιζε τον κάδο με τα σκουπίδια, άλλος κόσμος γύρω μου ανύπαρκτος, ήταν η ώρα εννέα.
Έμεινα ενεός, καβάλησα την μηχανή και έφυγα ενώ από πάνω σκεφτόμουν τι δικαιολογία θα έλεγα αν με σταματήσουν οι μπάτσοι για έλεγχο.
Ήταν από τις πιο θλιβερές βραδιές που έχω περάσει.
Πλημμυρισμένος με ανάμεικτα συναισθήματα, ντροπής, οίκτου, θυμού, αηδίας, ενοχής και φόβου, χάθηκα μέσα στα στενά στον δρόμο για το σπίτι.

Ένας στίχος γυρίζει στο μυαλό μου από εκείνη την στιγμή, από το τραγούδι «Χίλια Μύρια Κύματα» του Κ. Χ. Μύρη που ερμηνεύει ο Νίκος Ξυλούρης,

«βοήθα καλέ μου μην φαγωθούμε μεταξύ μας».


1 σχόλιο:

  1. Πότε ήταν η τελευταία φορά που υποστήριξες και ξελάσπωσες - αναλαμβάνοντας κάποιο δικό σου προσωπικό ρίσκο - κάποιον άξιο άνθρωπο που προσπαθούσε να είναι συνεπής με τα καθήκοντά του και τον είχαν στριμώξει στη γωνία οι ηλίθιοι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή